προσεπιδοξάζω

προσεπιδοξάζω
Α
προσχωρώ κι εγώ στη γνώμη κάποιου, εγκρίνω τη γνώμη του («τὰς τοιαύτας φαντασίας οὐ συγκατατίθεται οὐδὲ προσεπιδοξάζει», Επίκτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐπιδοξάζω «σχηματίζω προσωπική γνώμη για κάτι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”